- ηττοπαθής
- ης, ες 1. пораженческий;
ηττοπαθείς διαδόσεις — панические слухи;
2. (ο , η ) пораженец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηττοπαθείς διαδόσεις — панические слухи;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηττοπαθής — ές αυτός που κατέχεται από υπερβολικό και αδικαιολόγητο φόβο ότι θα υποστεί ήττα, που δεν πιστεύει στη δυνατότητα τής νίκης, που έχει χάσει το ηθικό του, καταπτοημένος, πανικόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηττο (< ήττα) + παθής < πάθος (πρβλ. εμ… … Dictionary of Greek
ηττοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει καταληφθεί από ηττοπάθεια, που έχει χάσει το θάρρος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντεφαιτιστής — ο, θηλ. ντεφαιτίστρια ηττοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. defaitiste «ηττοπαθής» < γαλλ. defaite «ήττα»] … Dictionary of Greek
ηττοπάθεια — η [ηττοπαθής] παθολογικός φόβος για επικείμενη ήττα, ο οποίος οφείλεται σε κατάπτωση τού ηθικού τού ηττοπαθούς ή σε αδικαιολόγητη υπερτίμηση τών δυνάμεων τού αντιπάλου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek